Ιστορία Της Εκπαίδευσης Στο Αιγίνιο -20ος Αιώνας
Το Αιγίνιο είναι σήμερα μια κωμόπολη με 5.000 κατοίκους. Γεωγραφικά υπάγεται στο Νομό Πιερίας και μάλιστα στο βόρειο τμήμα του, νότια του Αλιάκμονα, δυτικά του Θερμαϊκού κόλπου, στους πρόποδες των Πιερίων ορέων.
Ιστορείται ως Αιγίνιο, από τον Πλίνιο το νεότερο, που αντιστάθηκε στους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας και καταστράφηκε. Δεν γνωρίζουμε αν ξανακατοικήθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αι. διότι ατυχώς οι ξένοι περιηγητές παρακάμπτουν την περιοχή διαπλέοντας από Θεσσαλονίκη στη Μεθώνη και αντίστροφα.
Στις αρχές του 20ου αι. συναντάται ως «Λιμπάνοβο» που ετυμολογικά πιθανώς προκύπτει από μια των παρακάτω εκδοχών: α) «λιμπάνω βουν», το μέρος για βόδια που βοσκούν, β) λιμάνι +novous, λατ. (νέο), γ) «λίμπα» σλαβ. (μέρος, επίπεδο) + novous.
Πρώτη γραπτή μαρτυρία περί της ύπαρξης του οικισμού είναι του Ν.Θ.Σχοινά, 1986, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, που στάλθηκε να συλλέξει πληροφορίες για την υπόδουλη Μακεδονία μεσούντος του Μακεδονικού ζητήματος και ενόψει του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1912-13. «Από του Ελευθεροχωρίου ……. Λιμπάνοβον, τσιφλίκιον παρά τον Αλιάκμονα…., 50-60 οικογενείας οθωμανικάς…….. 60-70 χριστιανικάς, υποζύγια και τροφάς εν αφθονία απέχει μία ώρα της ακτής και ¼ της ώρας από Μήλοβον (Μυλοβός>Μ. Γέφυρα) τσιφλίκιον υπό 80 οικογενειών χριστιανικών με ιδιόκτητον σχεδίαν (περαταριάν).
Ιστορείται, επίσης, από τον Β.Δ. Ζώτο-Μολοσσό, 1887, με το όνομα Λιμπάνοβο και πληθυσμό 200 οικογένειες. Ανήκει στον Καζά Αικατερίνης που αποτελεί τμήμα του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης (σαντζάκι) κατά του τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ο Καζάς Αικατερίνης φαίνεται να διατηρεί στα τέλη του 19ου αι. (στατιστική καταγραφή 1894-95) σχολεία 33, διδάσκοντες 41, μαθητές 2125, Δημοτικά 14, δασκάλους 22, μαθητές 1498, παρθεναγωγεία 2, διδ/σαι 2, μαθήτριες 105, νηπιαγωγεία 4, διδ/σαι 4, μαθητές 255, γραμματοδιδασκαλεία 13, δάσκαλοι 13, μαθητές 267.
Την ίδια περίοδο και σε άλλη καταγραφή, ο Καζάς Κατερίνης φαίνεται να διατηρεί 31 σχολεία, δημοτικά ή αστικές σχολές, γραμματοδιδασκαλεία, παρθεναγωγεία, σε 27 κωμοπόλεις και χωριά, ως εξής: αστικές σχολές 14, γραμματοδιδασκαλεία 13, παρθεναγωγεία/νηπιαγωγεία 4 με διδακτικό προσωπικό 39 (α.σ.22, γρ.13, π/ν 4) και μαθητές 1988 (α.σ.1198,γρ.267, π/ν523). Στον πίνακα του επιθεωρητή Δ. Σάρου 1906, εμφανίζεται για πρώτη φορά η εκπ/κή δράση στο Αιγίνιο-Λιμπάνοβο με 1 αστική σχολή (51 μαθ.37 αγ.14 κορ., βλαχόφωνοι 16, δάσκαλος 1) και στα καλύβια Λιμπανόβου (φτωχογειτονιά του Αιγινίου) γραμματοδιδασκαλείο 1 (δάσκαλος 1).
Η ύπαρξη 4/τάξιου μικτού δημοτικού το 1906 στο Λιμπάνοβο επιβεβαιώνεται και στο πόνημα της Δάσιου Όλγας: «Η εκπαίδευση στον Καζά Κατερίνης κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας» στο συλλογικό τόμο «Η Πιερία στα Βυζαντινά και Νεότερα Χρόνια, Θεσσαλονίκη χ.χ.ε. σ.385-413).
Σε στατιστικό πίνακα μωαμεθανικών σχολείων της Κατερίνης, συνημμένο σε έκθεση του Επιτρόπου Κατερίνης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, ο επιθεωρητής δημ. Σχολείων αναφέρει στις 12-4-1914 ότι κατά το σχολικό έτος 1913-14 λειτούργησε στο Λιμπάνοβο μονοτάξιο σχολείο για οθωμανούς, με 37 μαθητές επί 200 Οθωμανών κατοίκων (περί της εν γένει καταστάσεως της Υποδιοικήσεως Κατερίνης, Φακ. Αρ.52 της Γεν. Διοικήσεως Μακεδονίας, Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας).
Συμπερασματικά, στις αρχές του 20ου αι. το Λιμπάνοβο, τσιφλίκι Τούρκων αγάδων, κατοικείται από Χριστιανούς και Μωαμεθανούς, 600 περίπου αθροιστικά και διατηρεί 2 ή και 3 κατά περίοδο σχολεία. Οι κατοικίες του, πλινθόκτιστες και μονώροφες (καλύβια) με εξαίρεση 2-3 διώροφες, πετρόκτιστες των τούρκων γαιοκτημόνων. Η απασχόληση του πληθυσμού είναι αποκλειστικά αγροτική και κτηνοτροφική, σε μια περίοδο φυσικής οικονομίας και φεουδαρχικών σχέσεων (Μ. Νικολινάκος, Μελέτες πάνω στον ελληνικό καπιταλισμό, Αθήνα 1976, σ.17-18) με έντονο προσανατολισμό στην παραγωγή των άμεσα αναγκαίων καταναλωτικών αγαθών για ιδία χρήση στο πλαίσιο μιας αυτόνομης οικιακής οικονομίας. Η πολιτιστική δράση περιορίζεται στο εθιμικό αγροτοποιμενικό εορτολόγιο, στις κοινωνικές ευκαιρίες πολιτιστικής έκφρασης (γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες) και στην εκτέλεση των θρησκευτικών-λειτουργικών καθηκόντων σε δύο υστεροβυζαντινούς ναούς (Απ. Παύλου και Αγ. Αθανασίου) και στο τζαμί που λειτουργεί και σαν σχολείο μέχρι πολύ αργότερα (1956). Αν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος τα ποσοστά αναλφαβητισμού το 1907 αγγίζουν το 50,2% για τους άνδρες και το 82% για τις γυναίκες και η φοίτηση στο τετράχρονο δημοτικό σχολείο καλύπτει μόνο το 8,3% του μαθητικού πληθυσμού ηλικίας 6-10 ετών (Σ. Μπουζάκης, Νεοελληνική Εκπαίδευση 1821-1998, Gutenberg, Αθήνα 2002, σελ.71) είναι παραπάνω από ασφαλές το συμπέρασμα ότι στην υπόδουλη και μάλιστα επαρχιακή Ελλάδα τα ποσοστά είναι πιο απογοητευτικά.
Ενδεικτικά, παραθέτουμε ότι στα αρχεία του μόνου τριτάξιου δημοτικού σχολείου Λιμπανόβου κατά το σχολικό έτος 1913-14 φοιτούν μόλις 51 ντόπιοι μαθητές σε σύνολο 1000 κατοίκων, ενώ μόλις 2 αποφοιτούν την περίοδο 1921-22, δηλαδή 7 χρόνια μετά την έλευση των πρώτων θρακιωτών προσφύγων. Οι τελευταίοι έρχονται τμηματικά μετά το 1913 από περιοχές της Θράκης (Σκόπελος, Γρηζούν, Ασάρ. Γιασίκιοϊ, Πάλιανη, Τσαδώ) αλλά και άλλες περιοχές της Μακεδονίας και συνεισφέρουν στην πληθυσμιακή αύξηση του Λιμπανόβου, ταυτόχρονα με την αποχώρηση των οθωμανικών οικογενειών κατά την υποχώρηση και λίγο μετά του τουρκικού στρατού το 1912.
Μέχρι το 1920 οι Θράκες ενσωματώνονται ως τμήμα του γηγενούς πληθυσμού οικίζοντας εντός και ανάκατα του παλαιού οικιστικού σχεδίου. Την περίοδο 1922-24 εμφανίζεται και δεύτερο κύμα προσφύγων εκ Θράκης ως συνέπεια της Μικρασιατικής καταστροφής, της συνθήκης της Λωζάνης και της ανταλλαγής πληθυσμών καθώς και της γενικότερης έντασης που επικράτησε στην περιοχή της Αν. Θράκης και αμέσως μετά και μέχρι το 1928 εγκαθίστανται εκατέρωθεν του παλαιού οικισμού πρόσφυγες από την ανατολική Ρωμυλία, Καβακλιώτες και Ακμπουναριώτες, ισάριθμοι με τους προϋπάρχοντες κατοίκους.
Την περίοδο αυτή, αλλά και στη δεκαετία του ’30, παρουσιάζονται προβλήματα επισιτισμού των προσφύγων, αφού ο πληθυσμός σχεδόν τριπλασιάζεται, τα οποία αντιμετωπίζονται πρόχειρα και αναποτελεσματικά από το κράτος. Ο αγώνας των προσφύγων για επιβίωση, οι διεκδικήσεις τους για παραχώρηση γαιών προς καλλιέργεια και η άρνηση των εντοπίων και πρώτων Θρακών προσφύγων να ενσωματώσουν τους εξ Αν. Ρωμυλίας Καβακλιώτες και Ακμπουναριώτες δημιουργούν το «τοπικιστικό ζήτημα» στο Αιγίνιο, μια διαχρονική διαμάχη μεταξύ δύο πληθυσμιακών ομάδων με διάφορη καταγωγή, η οποία πολλά δεινά επέφερε στην ανάπτυξη του, από τότε μέχρι και σήμερα.
Είναι όμως γεγονός ότι η εγκατάσταση των προσφύγων Θρακών και Ανατολικο-Ρωμυλιωτών στο Αιγίνιο εκτός της δημογραφικής της συνεισφοράς υπήρξε και για άλλους λόγους πολύτιμη. Το Αιγίνιο ενισχύθηκε με αγροτικό και ημιαστικό πληθυσμό δραστήριο, με γνώση εμπορικών και οικοβιοτεχνικών δραστηριοτήτων και εμπειρία σε εξειδικευμένες αγροτικές εργασίες και μάλιστα στην καλλιέργεια καπνού ώστε να αναδιοργανωθεί ριζικά η αγροτική παραγωγή. Οι πρόσφυγες οργάνωσαν τους πρώτους γεωργικούς συνεταιρισμούς για την προάσπιση των συμφερόντων τους, εντατικοποίησαν την καλλιέργεια πολλών χέρσων ελωδών εκτάσεων ιδιαίτερα μετά τις διανομές αγροτικής γης από την πολιτεία, ίδρυσαν πολιτιστικούς-μορφωτικούς συλλόγους που συνέβαλαν και συμβάλλουν στη διατήρηση των εθίμων και παραδόσεών τους.
(Αυγουστίνος Ανδρικόπουλος, εκπαιδευτικός,
προλογικό σημείωμα ανέκδοτης εργασίας, Αιγίνιο, 2002)